- πολύφατος
- πολύφατοςmuch spoken ofmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύφατος — ον, Α 1. αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος, περίφημος, διαβόητος 2. έξοχος, εξαίρετος («ὅθεν ὁ πολύφατος ὕμνος ἀμφιβάλλεται σοφῶν μητίεσσι», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φατός (< φημί), πρβλ. θεό φατος] … Dictionary of Greek
πολύφατον — πολύφατος much spoken of masc/fem acc sg πολύφατος much spoken of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφάτους — πολύφατος much spoken of masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφάτων — πολύφατος much spoken of masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφασία — ἡ, Α [πολύφατος] (κατά τον Ησύχ.) πολυλογία, φλυαρία … Dictionary of Greek